- ανέρχομαι
- (AM ἀνέρχομαι)1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνωνεοελλ.1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια3. μτφ. προκόβω, προάγομαι4. αναλαμβάνω ανώτατο αξίωμα («ανέρχομαι στον θρόνο»)5. (για τιμές προϊόντων) υπερτιμώμαι, ακριβαίνω, ανεβαίνωαρχ.1. πορεύομαι από τα παράλια προς τα μεσόγεια2. ανεβαίνω από τον Άδη στον επάνω κόσμο3. υψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα4. (για φυτά) μεγαλώνω, βλαστάνω5. επιστρέφω κάπου, επανέρχομαι, γυρίζω6. αφηγούμαι, επαναλαμβάνω7. (μτβ.) διασχίζω.
Dictionary of Greek. 2013.